- αξεκόλλητος
- -η, -οαυτός που δεν ξεκόλλησε από κάτι ή που δεν είναι δυνατόν να ξεκολλήσει, αναπόσπαστος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αξεκόλλητος — η, ο αυτός που δεν ξεκόλλησε: Τα χαρτιά βρίσκονταν ακόμη στους τοίχους αξεκόλλητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναπόσπαστος — η, ο επίρρ. α αξεχώριστος, αξεκόλλητος: Οι δυο τους έχουν συνδεθεί αναπόσπαστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)